- εἰσάντα
- εἰσάντᾰ, Adv.A right opposite: ἐσάντα ἰδών looking in the face, Il.17.334 ;
ἰδεῖν Od.11.143
;εἰ. ἰδέσθαι 5.217
:—also [full] εἰσάνταν B.5.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰδεῖν Od.11.143
;εἰ. ἰδέσθαι 5.217
:—also [full] εἰσάνταν B.5.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εισάντα — εἰσάντα και ἐσάντα (Α) επίρρ. απέναντι, κατά πρόσωπο … Dictionary of Greek
εἰσάντα — right opposite indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔσαντα — εἴσαντα epic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσάνταν — εἰσά̱ντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσά̱ντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 1st sg (doric aeolic) εἰσάντᾱν , εἰσ ἀντάω come opposite to imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) εἰσάντᾱν , εἰσ… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντα — Ο μεγαλύτερος παραπόταμος (313 χλμ.) του Πάδου και τέταρτος σε μήκος ποταμός της Ιταλίας. Πηγάζει από τις Ρετικές Άλπεις σε ύψος 2.290 μ. και ο άνω ρους του διαρρέει την κοιλάδα Βαλτελίνα που σχημάτισαν οι διαβρώσεις των παγετώνων. Εκβάλλει… … Dictionary of Greek